γενητός

γενητός
γενητός, -ή, -όν (AM)
αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού
«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την αίρεση τού Αρείου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ. ρίζα) *gen(1)- τού γίγνομαι* (βλ. και γένημα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γενητός — originated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητά — γενητός originated neut nom/voc/acc pl γενητά̱ , γενητός originated fem nom/voc/acc dual γενητά̱ , γενητός originated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητῶν — γενητός originated fem gen pl γενητός originated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητόν — γενητός originated masc acc sg γενητός originated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενηταῖς — γενητός originated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενηταί — γενητός originated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητοῖς — γενητός originated masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητοί — γενητός originated masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητοῦ — γενητός originated masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενητούς — γενητός originated masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”