- γενητός
- γενητός, -ή, -όν (AM)αυτός που έχει δημιουργηθεί από άλλον ή πού είναι δυνατόν να δημιουργεί («λόγος ὤν δημιουργός, ὕστερον πεποίηται ἀρχιερεύς, ἐνδυσάμενος σῶμα τὸ γενητὸν καὶ ποιητόν», Μ. Αθαν. για την ενσάρκωση τού Χριστού«δύο κυρίοις λατρεύειν ἑνὶ μὲν ἀγενήτῳ τῷ δὲ ἑτέρῳ γενητῷ καὶ κτίσματι», Μ. Αθαν. για την αίρεση τού Αρείου).[ΕΤΥΜΟΛ. < (ινδοευρ. ρίζα) *gen(∂1)- τού γίγνομαι* (βλ. και γένημα)].
Dictionary of Greek. 2013.